-
1 электрический
-
2 электрический
ηλεκτρικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > электрический
-
3 электрический
επ.ηλεκτρικός•-ая искра ο ηλεκτρικός σπινθήρας•
-ая батарея ηλεκτρικός συσσωρευτής•
-ая станция ο ηλεκτρικός σταθμός•
-ая цепь ηλεκτρικό κύκλωμα•
-ая печь ηλεκτρική κάμινος (φούρνος)•
-ое зажигание ηλεκτρική ανάφλεξη (έναυσμα)•
-ые часы ηλεκτρικό ωρολόγι•
-ое освещение ηλεκτροφωτισμός.
-
4 электрический
электрическ||ийприл ἡλεκτρικός:\электрическийое освещение τό ἡλεκτρικό φῶς, ὁ ἡλεκτρό-φωτισμός· \электрическийая станция ὁ ἡλεκτρικός σταθμός. -
5 электрический
[ιλικτρίτσισκιΐ] εκ. ηλεκτρικός -
6 электрический
[ιλικτρίτσισκιϊ] επ ηλεκτρικός -
7 брашпиль
мор. о εργάτ/ης (της άγκυρας), το βαρούλκοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > брашпиль
-
8 газомер
ο μετρητής (ροής) αερίουэлектрический - ηλεκτρικός -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газомер
-
9 детонатор
ο πυροκροτητήςτο εμπύριοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > детонатор
-
10 котёл
тех. о λέβητ/ας, ο λέβης, разг. το καζάνιогнетрубный - см. жаротрубный -паровой - ατμού, ο ατμολέβηταςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > котёл
-
11 нагреватель
ο θερμαντήραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нагреватель
-
12 стартер
тех. ο εκκινητήραςο εκκι-νητήςразг. η μίζαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стартер
-
13 телемотор
ο τηλεκινητήρ/αςτο σύστημα του τηλεκινητήραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > телемотор
-
14 водоподогреватель
ο θερμαντήρας ύδατος/νερούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > водоподогреватель
-
15 двигатель
1. (машина, превращающая какой-л. вид энергии в механическую энергию) о κινητήραςтепловой - о θερμοκινητήρας, η θερμοδυναμική μηχανή2. (внутреннего сгорания) η μη-χαν/ή εσωτερικής καύσεως (Μ ΕΚ)· * включать - θέτω τη - σε κίνηση/λειτουργίαβάζω εμπρόςτη -выключать - διακόπτω/σταματώ τη λειτουργία της - ής -- σταματάавиационный - των αεροσκαφών, ο αεροπορικός κινητήρας- με ζύγωμα, κο-роткоходный - βραχείας διαδρομήςкрейц-копфный - με σταυρό/ζύγωμαопытный - δοκιμαστική -, πειραματική -реверсивный - της αναστροφής, αναστρέψιμη -резервный - εφεδρική -, ρο-тативный - περιστρεφόμενη -- с V-образным расположением цилиндров - της διάταξης/του σχήματος Vтепловой - θερμική -, η θερμική ή θερμοδυναμική μηχανή3. (реактивный) η αεριο-προωθητική μηχανή, η μηχανή προώθησης της αντίδρασηςгазотурбинный - о αεριοστροβιλοκινητήρας, ο αεριοστρόβιλοςтурбовентиляторный - см. турбореактивный двухконтурный -турбовинтовой - ав. о ελικοστροβιλοκινητήρας, το τουρμποπρόπ (ξεν.)турбореактивный двухконтурный - (ТРДД) о στροβιλοαντιδρα-στήρας διπλής ροής, ο στροβιλοανεμιστήραςтурбореактивный - с форсажной камерой сгорания (ТРДФ) о στροβιλοαντιδραστήρας με μετακαυστήρα4. (электрический) о ηλεκτρικός κινητήρας, ο ηλεκτροκινητήρας 5. (атомный) η ατομική μηχανή, η λειτουργούσα μέσω ατομικής ενέργειας μηχανή 6. (внешне-внутреннего сгорания) η μηχανή εξωτερικής-εσωτερικής καύσεως· паровой - η ατμομηχανή, ο ατμοκι-νητήρας 7. (ветряной) о ανεμοκινητήρας, η Αιολική μηχανή 8. (вечный) το αεικίνητοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > двигатель
-
16 коэффициент
ο συντελεστής- деления (делителя частоты, перерасчётной схемы и т.п.) - της διαίρεσης, - диэлектрических потерь - των διηλεκτρικών απωλειών- передачи (авт.элн.) - (απόδοσης) τηςμετάδοσης- полезного действия (кпд) - απόδοσης, η πραγματική (ή ωφέλιμη) ισχύς- полноты водоизмещения мор. - τηςγάστρας (η σχέση όγκου-υφάλων με μήκος- полноты мидель-шпангоута мор. - της γάστρας (ησχέση επιφάνειας της μέσης τομής με πλάτοςκαι πλευρικό ύψος)- продольной полноты мор. - της γάστρας (η σχέση των υφάλωνμε την επιφάνεια της μέσης τομής και τουμήκους)пропульсивный мор. - της πρόωσηςторможения - πέδησης/φρεναρίσματοςудельный - (в колориметрии) ειδικός -,ποσοστιαίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коэффициент
-
17 доильник
доильникм ἡ καρδάρα, ὁ ἀμολγεύς, ὁ ἀρμεγός:электрический \доильник ὁ ἡλεκτρικός ἀμολγεύς. -
18 прерыватель
-я α.διακόπτης, αποζευκτή-ρας•электрический- прерыватель ηλεκτρικός διακόπτης.
-
19 привод
привод 1-а α.1. προσαγωγή•привод подсудимых προσαγωγή των κατηγορούμενων.
2. δικαστικό ένταλμα βιαίας προσαγωγής. || σύλληψη• κλείσιμο στο κρατητήριο.привод 2-а α.(τεχ.) μηχανισμός εκκίνησης•электрический привод ηλεκτρικός μηχανισμός εκκίνησης•
ручной привод χειροκίνητη συσκευή εκκίνησης•
ремнный привод κίνηση με λωρί•
зубчатый привод οδοντωτική κίνηση•
цепной привод αλυσιδωτή κίνηση (με αλυσίδα)•
конный привод το μάγγανο.